σαγία

σαγία
σαγίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Νενέκος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ζουμπάτα Αχαΐας. Αρχικά ήταν οπλαρχηγός του πρόκριτου της Πάτρας Βενιζέλου Ρούφου, αφού προηγουμένως είχε δολοφονήσει τους αντίζηλους του οπλαρχηγούς Σπανοκυριάκο και Σαγιά. Πήρε μέρος και διακρίθηκε στις πολιορκίες της… …   Dictionary of Greek

  • саян — I саян II шутливое прозвище курян , название монастырских (в прошлом) крестьян в бывш. Курск., Льговск., Фатежск. уу. (Абрамов, ЖСт., 15, 3, стр. 203 и сл., с литер.). Вероß ятно, первонач. по их одежде – саяну (см. саян I), который они носят с… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Hi-5 — war eine griechisch zyprische Popband. Inhaltsverzeichnis 1 Bandgeschichte 2 Bandmitglieder 3 Diskografie (Alben) 4 Weblinks …   Deutsch Wikipedia

  • σαγιάρω — Ν 1. ναυτ. προωθώ το μεσαίο ιστίο τού προβόλου 2. (η προστ.) σάγια! ναυτικό κέλευσμα …   Dictionary of Greek

  • Βάχος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 189 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο διάσελο μεταξύ Σαγιά και Ταϋγέτου, κοντά στο οποίο υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας Καρυούπολης …   Dictionary of Greek

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Θαλάσσης Κέρκυρας — Το Μουσείο Θαλάσσης της Κέρκυρας δημιουργήθηκε το 1989, στις Μπενίτσες, με πρωτοβουλία του Ναπολέοντα Σαγιά, ο οποίος, ύστερα από πολλά χρόνια που έζησε στην Αυστραλία ως μετανάστης και έπειτα από πολλά ταξίδια που έκανε σε τροπικά νησιά,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… …   Dictionary of Greek

  • Ταΰγετος — Όρος της Πελοποννήσου, το ψηλότερο (κορυφή Προφήτης Ηλίας, 2.407 μ.), εκτεινόμενο ως οροσειρά μεταξύ των λεκανών Μεγαλόπολης Ευρώτα και Μεσσηνίας. Νότια συνέχεια των κεντρικών πελοποννησιακών οροσειρών, αρχίζει από ασβεστολιθικά και κρυσταλλικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”